ραιστηροκοπία

ραιστηροκοπία
ἡ, Α
το να εργάζεται κανείς χρησιμοποιώντας τη σφύρα, το σφυρί·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιστήρ «σφύρα» + -κοπία (< -κόπος < κόπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥαιστηροκοπίαν — ῥαιστηροκοπίᾱν , ῥαιστηροκοπία working with a hammer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”